χυμοποιώ

χυμοποιώ
-έω, Ν
μετατρέπω σε χυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + -ποιώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χυμοποίηση — η, Ν (παλ. όρος) η μετατροπή τών τροφών σε χυμό κατά την πέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. χυμοποίησις, μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”